- επιγέννημα
- το, -ατος1. ό,τι γεννιέται ή αναπτύσσεται πάνω σε κάτι.2. αυτό που συμβαίνει ύστερα από κάτι άλλο, επακολούθημα, συνέπεια, απόρροια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.